καπνοπαραγωγή

καπνοπαραγωγή
η παραγωγή φύλλων καπνού για την καπνοβιομηχανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + παραγωγή. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καπνοπαραγωγή — η παραγωγή του φυτού καπνός: Βελτιώθηκαν οι συνθήκες καπνοπαραγωγής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • Τριχωνίδας, επαρχία — Διοικητική διαίρεση του νομού Αιτωλοακαρνανίας (έκταση 1.087 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται 4 δήμοι, 54 κοινότητες και 173 οικισμοί. Πρωτεύουσα είναι το Αγρίνιο. Τ. λίμνη. Λίμνη του νομού Αιτωλοακαρνανίας, που χωρίζει τις επαρχίες του Μεσολογγίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”